- γούμενα
- ηχοντρό σκοινί για να δένουν το πλοίο, καραβόσκοινο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γούμενα — η χοντρό σκοινί για το δέσιμο τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gumena < (βενετ.) gomena] … Dictionary of Greek
μαστιγούμενα — μαστῑγούμενα , μαστιγόω whip pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μαστῑγούμενα , μαστιγόω whip pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγουμένα — προᾱγουμένᾱ , προηγέομαι go first and lead the way pres part mid fem nom/voc/acc dual (attic epic doric) προᾱγουμένᾱ , προηγέομαι go first and lead the way pres part mid fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… … Dictionary of Greek
πρυμάτσα — η χοντρό σκοινί με το οποίο το πλοίο δένεται από την πρύμη στην ακτή, αλλ. παλαμάρι, κάλος, καραβόσκοινο, γούμενα: Έδεσαν την πρυμάτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαγουμένᾳ — προᾱγουμένᾱͅ , προηγέομαι go first and lead the way pres part mid fem dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγούμενα — προᾱγούμενα , προηγέομαι go first and lead the way pres part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)